ποδαρικό — το 1. το πόδι επίπλου: Το ποδαρικό το θέλω ψηλό. 2. (λαογρ.), η καλή ή η κακή τύχη που φέρνει ο πρώτος επισκέπτης σε ορισμένες περιστάσεις: Μου έκανες καλό ποδαρικό σήμερα στο μαγαζί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
κακοποδινός — κακοποδινός, ή, όν (Α) μτγν. αυτός που φέρνει ατυχία, αυτός που έχει κακό ποδαρικό, κακοπόδαρος, δυσοίωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πούς, ποδός + κατάλ. ινός] … Dictionary of Greek
κακοπόδαρος — η, ο (Μ κακοπόδαρος, η, ον) νεοελλ. αυτός που έχει κακό ποδαρικό, γρουσούζης μσν. δυστυχής, άθλιος, κακοπαθημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ποδάρι] … Dictionary of Greek
καλοπόδαρος — η, ο (για πρόσ.) 1. αυτός που έχει καλό ποδαρικό, που το πέρασμά του ή η είσοδός του κάπου φέρνει καλή τύχη, τυχερός, γουρλίδικος 2. (για τη μοίρα) τυχερή, καλότυχη («ας είναι καλοπόδαρο πολλά το ριζικό σας», Φορτουν.) … Dictionary of Greek
καλοπόδινος — καλοπόδινος, ον (Μ) καλοπόδαρος*, με καλό ποδαρικό. επίρρ... καλοποδίνως (Μ) με ευοίωνο τρόπο, ευτυχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + πούς, ποδός + κατάλ. ινος] … Dictionary of Greek
πατήθρα — η 1. καθένα από τα δύο εξαρτήματα στη βάση τού υφαντικού ιστού, τού αργαλειού, τα οποία πατάει εναλλάξ η υφάντρια για να ανεβάζει και να κατεβάζει τα μιτάρια, ώστε να πλέκεται η κρόκη με το στημόνι, αλλ. ποδαρικό ή ποδαριακό 2. ο ποδοκίνητος… … Dictionary of Greek
χερικό — το, Ν 1. έναρξη ενέργειας ή έργου («εγώ τού έκανα σήμερα χερικό» εγώ ήμουν ο πρώτος πελάτης) 2. φρ. α) «καλό [ή κακό] χερικό» ευοίωνη [ή δυσοίωνη], γούρικη [ή γρουσούζικη] αρχή β) «βάζω [ή τού βάζω] χερικό» i) αρχίζω να καρπώνομαι, να νέμομαι… … Dictionary of Greek
κακοπόδαρος — η, ο αυτός που έχει κακό ποδαρικό, γρουσούζης: Μην ανοίγεις το πρωί την πόρτα σ αυτόν τον κακοπόδαρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλοπόδαρος — η, ο αυτός που έχει καλό ποδαρικό, τυχερός: Σήμερα έκανα καλές δουλειές, γιατί μπήκε στο κατάστημά μου το πρωί ο γιατρός, που είναι καλοπόδαρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)